- συμποσιακός
- -ή, -ό / συμποσιακός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει στο συμπόσιο και στους συμποσιαστές («λόγους συμποσιακούς», Πλούτ.).επίρρ...συμποσιακῶς Αόπως ταιριάζει σε συμπόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον - + κατάλ. -ακός (πρβλ. ἰχθυ-ακός)].
Dictionary of Greek. 2013.